πάμπληκτα

πάμπληκτα
πάμπληκτος
in which blows fall thick
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάμπληκτος — πάμπληκτος, ον (Α) φρ. «ἄεθλα πάμπληκτα» αγώνες κατά τους οποίους επιτρεπόταν η ανταλλαγή κάθε είδους χτυπημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. χαλκό πληκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”